- Άντον, δεν είμαι καλά.
- Το βλέπω, τρέμεις. Και, χμ, όχι μόνο αυτό.
- Έχεις χρόνο, να σε πρήξω;
- Πες μου, τι έχεις;
- Από πού ν' αρχίσω...
- Ξεκίνα, και θα έρθουν μόνα τους.
- Καλά. Όλα ξεκίνησαν εκείνο το καταραμένο πρωινό του Απρίλη -είκοσι μία ο μήνας, παρακαλώ, νά 'ταν σύμπτωση;- που μου είπε το τραγικό «Δεν πιστεύω στην Εξέλιξη».
- Αχάαα...
- Κατάλαβες, ε; Να συνεχίσω;
- Οπωσδήποτε. Έχεις αρχίσει να φτιάχνεις άσχημα πράγματα γύρω σου.
- Τι;
- Πάνω απ' το κεφάλι σου αιωρείται κάτι πολύ επικίνδυνο, Άννα. Πες τα, σε παρακαλώ, να ξεσπάσεις, για να μην με αναγκάσεις να επέμβω πάνω σου μέσα απ' το Λυκόφως.
- Αν είναι έτσι... Λοιπόν, της λέω «Τι εννοείς; Δεν πιστεύεις στη Θεωρία της Εξέλιξης;» Θέλω πάντα να σιγουρεύομαι πριν βαρέσω άνθρωπο, καταλαβαίνεις.
- Φυσικά.
- Μου λέει, η αυτοκτονική, «Όχι, δεν πιστεύω στην Εξέλιξη, ούτε στους πρωτόγονους, ούτε στη Μεγάλη Έκρηξη και σε όλα αυτά τα παραμύθια». Τα παραμύθια, Άντον, ακούς;
- Ακούω, ακούω. Πιο ήρεμα, όμως, αν θες... Μαυρίζει...
- Ποιο μαυρίζει;
- Αυτό, πάνω απ' το κεφάλι σου. Πάρε μια βαθιά ανάσα. Έτσι. Τώρα, συνέχισε.
- Και τι μου λέει παρακάτω;
- Μαντεύω.
- Ναι, ακριβώς. Μου λέει «Πιστεύω στην Εδέμ» - στην Εδέμ, Άντον!- «στους πρωτόπλαστους και στον εξαποδώ».
- Κι εσύ τι της είπες;
- Τι να της πω; Υπήρχε κάτι να της πω μετά απ' αυτά; Καθόμουν στη μούγκα, άναβα το ένα άφιλτρο δίπλα στ' άλλο, κάνοντας ταυτόχρονα από μέσα μου γουόξ ιν, γουόξ άουτ, μπας και γλιτώσουμε το μοιραίο.
- Μαύρισες και τα πνευμόνια σου, εκτός από την αύρα σου. Ε, ρε Άννα...
- Όχι, δεν με κατάλαβες. Απλώς τα άναβα και τα έβαζα δίπλα-δίπλα στο τασάκι, για να μην έχει χώρο για το δικό της τσιγάρο. Έτσι, για να της τη σπάσω. Γελάς, ε;
- Και, αυτό το κόλπο, βοήθησε;
- Τι να βοηθήσει; Πήρε τη σιωπή μου για τάπωμα και συνέχισε, ενθαρρυμένη! Μου λέει, «Η μικρή μου είναι πάλι άρρωστη. Αμ, ξέρω εγώ, μας ψεκάζουν.»
- Ωχ, αυτό πρέπει να σου χτύπησε καμπανάκι, ε;
- Πιο πολύ από τα προηγούμενα; Αλλά, ναι. Χτύπησε. Της λέω, «Κι εμείς αρρωσταίναμε, τα ξέχασες; Εγώ όλο με ανεμοβλογιά ήμουν.» Και μου κάνει, «Και τα αεροπλάνα; Τι σου λένε τ' αεροπλάνα;» Ε, αυτό ήταν, Άντον.
- Τι “σου είπαν” τ' αεροπλάνα;
- Μου είπαν ότι την άφησα στο πεζοδρόμιο να αιμορραγεί από τη μύτη. Γιατί άνθρωπος είμαι κι εγώ, και η αντοχή μου στη βλακεία έχει όρια, και τέλος πάντων, κάτι φορές τα λόγια τελειώνουν.
- Και μετά, τι έγινε;
- Τι να γίνει; Προσπαθούσα ν' αποφασίσω αν θα τη βοηθούσα να σηκωθεί, ή θα την άφηνα εκεί χάμω, να αναλογιστεί τη δύναμη της βαρύτητας.
- ...
- Έκανα το δεύτερο. Σηκώθηκα κι έφυγα, της άφησα και το λογαριασμό για τους καφέδες -αυτό ήταν κακό, το ομολογώ- κι εκείνη να φωνάζει «Ντα ζε μπιάζω, μαλαγκιζμένη, ντα ντειζ». Μη γελάς, τα πράγματα είναι σοβαρά.
- Έλα, μωρέ.
- Τι “έλα μωρέ”;
- Δίνεις πολλή σημασία...
- Με δουλεύεις; Και, για νά 'χουμε καλό ρώτημα, εσύ, πώς τα καταφέρνεις; Πώς ζεις;
- Όπως όλοι.
- Δηλαδή;
- Γουόξ ιν, γουόξ άουτ.
- Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο, ε;
- Σαν τι να κάνουμε; Ν' αρχίσουμε να βαράμε όσους-
- Πάνε τον κόσμο πίσω; Ναι!
- Τον πάνε, Άννα, αλλά και η βία το ίδιο.
- Έχεις δίκιο, αλλά...
- Δεν υπάρχει “αλλά”. Η βία θα ξαναγυρίσει τον Άνθρωπο στις σπηλιές. Και μόλις βγήκαμε. Η λύση είναι, καταρχήν, η παιδεία.
- Ουφ... συμφωνώ. Έχεις δίκιο, Άντον.
- Είσαι καλύτερα.
- Ναι, το νιώθω. Αναπνέω καλύτερα. Έφυγε και το μαύρο πράγμα που σε ανησύχησε πριν, ε;
- Έφυγε.
- Αλλά, για πες μου: η παιδεία δεν αρκεί, έτσι;
- ...
- Από τον τρόπο που κουνάς το κεφάλι σου, καταλαβαίνω ότι συμφωνούμε. Στα κλειστά μυαλά, η παιδεία δεν λειτουργεί. Και τι μένει; Άντον; Έλα, μην κάνεις έτσι. Πω πω... Πώς κρέμασε έτσι το ύφος σου; Εσύ είσαι έτοιμος να κλάψεις! Άντον, σε παρακαλώ. Γαμώτο, εσένα τώρα ποιος θα σε φτιάξει;
Οι ήρωες είναι κι αυτοί άνθρωποι (ή ξωτικά, ή νάνοι, ή ρομπότ...) και, σαν ταξιδευτές, κουράζονται από τις περιπέτειες. Και επειδή δεν βρίσκεται πάντα μια Τάνελορν όταν τη χρειάζεσαι, έφτιαξα αυτό το μέρος. Ας καθίσουν λίγο εδώ, να ξαποστάσουν, να κάνουν τσιγάρο, να πιουν μπύρα, ό,τι θέλουν τέλος πάντων, και να τα πούμε λίγο.
Δευτέρα 24 Απριλίου 2017
Συζήτηση με τον Φωτεινό μάγο Anton Gorodetsky. Δύο. Wax in, wax out.
Ετικέτες
Άντον Γκοροντέτσκι,
Καταχνιά,
λογοτεχνία,
φανταστικό,
Anton Gorodetsky,
Dark,
fantasy,
Light,
literature,
Night Watch,
Антон Городецкий,
Ночной дозор
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου